- πεπερασμένος
- η, ον имеющий предел, границы, ограниченный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεπερασμένος — η, ο / πεπερασμένος, η, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πέρας, που έχει όρια χρονικά ή τοπικά 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπερασμένο (φιλοσ.) αυτό που έχει όρια στον χρόνο, στον χώρο, στο μέγεθος, στον αριθμό ή στη δύναμη, το αντίθετο τού απείρου 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πεπερασμένος — περαίνω bring to an end perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… … Dictionary of Greek
ορίσμιος — ὁρίσμιος, ον (Α) [όρισμα] (σχετικά με αριθμό) πεπερασμένος … Dictionary of Greek
πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] … Dictionary of Greek
περατοειδής — ές, Α ο περιορισμένος ως προς τη φύση του σε αντιδιαστολή με τον άπειρο, ο πεπερασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρας, ατος + ειδής*] … Dictionary of Greek
περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω … Dictionary of Greek
προπερασμένος — η, ο, Ν ο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. τού περαίνω*] … Dictionary of Greek
ράντα — (I) η, Ν 1. σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα 2. φρ. α) «πρόσκαιρη ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός τών καταβολών είναι πεπερασμένος β) «διηνεκής ράντα» ράντα τής οποίας ο αριθμός καταβολών είναι… … Dictionary of Greek
χωρητός — ή, όν, ΜΑ [χωρῶ] ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου αρχ. 1. διαβατός 2. πεπερασμένος 3. (γενικά) ικανός για κάτι … Dictionary of Greek